Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Το πρώτο αστεράκι


            
            Παρασκευή, 20 Νοεμβρίου. Πάνε κιόλας δέκα εβδομάδες που ο μικρός Κωστής πήγε για πρώτη μέρα στο σχολείο. Πλέον, έχει αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τους περισσότερους συμμαθητές τους και δεν είναι εκείνο το ντροπαλό αγοράκι της πρώτης μέρας.
         Την προηγούμενη εβδομάδα, η δασκάλα του, η κυρία Μαρία υπαγόρευσε στα παιδιά για πρώτη φορά την ορθογραφία. "Λόλα, να ένα μήλο". Ο Κωστής, με τη βοήθεια της μαμάς και του μπαμπά άρχισε να μαθαίνει να τις λέξεις, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην ορθογραφία. Σήμερα πήρε το πρώτο του αστεράκι, μιας και στην ορθογραφία δεν έκανε κανένα λάθος. Ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε ευθύς στο πρόσωπό του. Τότε, με τα μάτια του γεμάτα φως, κοίταξε τον διπλανό του τον Δημήτρη που ήταν στεναχωρημένος. Είχε κάνει ένα λάθος στη ορθογραφία και δεν πήρε αστεράκι. Ο Κωστής αμέσως του είπε "Μην στεναχωριέσαι Δημήτρη, είμαι σίγουρος ότι την επόμενη φορά θα πάρεις κι εσύ αστεράκι!" Βλέπετε, ήθελε να τον κάνει να αισθανθεί καλύτερα, γιατί δεν άντεχε να βλέπει λυπημένους ανθρώπους. Αυτό είναι κάτι που του εμφύσησε ο παππούς του, ήθελε πάντα να βλέπει τους ανθρώπους να χαμογελούν. Είχε πάντα να πει μια γλυκιά κουβέντα για όλους.
            Το τελευταίο κουδούνι για σήμερα ήχησε και τα παιδιά σχόλασαν. Η μαμά του Κωστή ήρθε για να τον πάρει σπίτι. Ο Κωστής, θέλοντας να κάνει περήφανη τη μαμά του, της έδειξε αμέσως το αστεράκι στο τετράδιό του. "Μπράβο αγάπη μου", απάντησε εκείνη. Σε δέκα περίπου λεπτά, έφτασαν σπίτι. Εκεί, τους περίμενε το τραπέζι στρωμένο για να φάνε. Σήμερα μαζί τους θα φάνε και ο παππούς με τη γιαγιά. Ο Κωστής, αντικρύζοντάς τους, χάθηκε στην ζεστασιά της αγκαλιά τους. "Σας αγαπώ πολύ πολύ" τους ψέλλισε δειλά, φιλώντας και τους δύο στο μάγουλο. Η γιαγιά δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της απ' την συγκίνηση... Τότε ο Κωστής της λέει "Γιατί κλαις γιαγιά;" "Επειδή σ' αγαπώ πολύ και χαίρομαι που είσαι καλό παιδί".
         Ώρα τρεις και μισή. Η μαμά πλένει τα πιάτα μετά το φαγητό και ο Κωστής, αν και είναι Παρασκευή, θέλει να διαβάσει τα μαθήματά του, για να έχει το Σαββατοκύριακο ελεύθερο για παιχνίδι. Ο παππούς του λέει ένα παραμύθι και ο Κωστής προσπαθεί να το αποτυπώσει σε μια ζωγραφιά. Η δασκάλα τους έχει βάλει να ζωγραφίσουν μια εικόνα από ένα παραμύθι. Τελειώνοντας με τη ζωγραφιά, η γιαγιά τον βοηθάει να μάθει την ορθογραφία του, για να πάρει κι άλλο αστεράκι. "Λόλα πάρε το τόπι". "Γιαγιά, τί είναι το τόπι"; "Η μπάλα Κωστάκη μου" αποκρίνεται η γιαγιά.
           Έτσι ο Κωστής πέρασε ένα υπέροχο μεσημέρι με την γιαγιά και τον παππού, απ' εκείνα που στο μέλλον θα θυμάμαι με ευγνωμοσύνη... Η ώρα πέρασε και ο μπαμπάς επέστρεψε απ' τη δουλειά. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ο Κωστάκης έτρεξε στην αγκαλιά του και με μια λάμψη στα μάτια του περιέγραψε τη μέρα του στο σχολείο. Έπειτα, ο μπαμπάς έφαγε το φαγητό που του ζέστανε η μαμά. Αφού ξεκουράστηκε για λίγο, πήρε όλη την οικογένεια και πήγαν στο πάρκο δίπλα απ' το σπίτι τους για να παίξουν όλοι μαζί. Εκεί, όπου μόνο παιδικά χαμόγελα έχουν θέση. Φωνές παιδικές ταράζουν την ησυχία. 
       Σιγά σιγά, άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της και ο Κωστής γεμάτος ευχαρίστηση ετοιμάζεται για να κοιμηθεί. Όλοι μαζί λένε την προσευχή τους και ευχαριστούν το Θεό για όλα όσα τους έδωσε σήμερα. Ο Κωστής από μέσα του εύχεται ο Θεός να βοηθήσει τον Δημήτρη να πάρει κι αυτός αστεράκι στην ορθογραφία. Στο τέλος, τους φιλάει όλους και ξαπλώνει. Η μαμά τον σκεπάζει. "Όνειρα γλυκά"...

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Η πρώτη μέρα στο σχολείο (β' μέρος)

Ο Κωστής με έκδηλη την περιέργεια στο πρόσωπό του, αναρωτιέται σιωπηλά τι είναι αυτό που οι μεγάλοι λένε σχολείο. Η δασκάλα, βλέποντάς τον και θέλοντας να τον κάνει να αισθανθεί άνετα, τον βάζει να συστηθεί στους συμμαθητές του. «Είμαι ο Κωστής Λεοντίου και είμαι 6 χρονών» απαντάει γεμάτος αμηχανία. Στην συνέχεια ένα-ένα τα παιδάκια συστήνονται.
Πέρασαν κιόλας σαράντα ολόκληρα λεπτά. Το κουδούνι για διάλειμμα χτυπάει και τα παιδιά κατευθύνονται προς την αυλή. Ο Κωστής βγαίνει έξω, κρατώντας στο χέρι ένα σάντουιτς που το είχε ετοιμάσει η μαμά και ένα χυμό. Το βλέμμα του καρφώνεται αμέσως στα μάτια του Δημήτρη. «Εσένα που είναι το φαγητό σου» τον ρωτάει; «Δεν έχω φέρει μαζί μου φαγητό» απαντάει. Τότε ο Κωστής άρχισε να σκέφτεται και φέρνει στο νου του τον αγαπημένο του παππού, τον παπα-Κωνσταντίνο. «Να ευχαριστείς το Θεό για ό,τι έχεις και αν δεις πως ο διπλανός σου έχει ανάγκη κάτι που έχεις εσύ, τότε με χαρά να το μοιραστείς μαζί του» του έλεγε από μωρό ο παππούς του. Χωρίς δεύτερη σκέψη τότε ο Κωστής ξετυλίγει το σάντουιτς και το κόβει στα δύο. «Δημήτρη πάρε το μισό, δεν πεινάω πολύ. Θες και το χυμό μου;» ρωτάει τον Δημήτρη. «Ευχαριστώ πολύ Κωστή. Όχι δεν θέλω το χυμό» απαντάει ο Δημήτρης. Τότε, αισθάνθηκε μέσα του μια ευχαρίστηση.
Το διάλειμμα τέλειωσε και τα παιδιά επέστρεψαν πίσω στην τάξη τους. Η κυρία Μαρία τους μοίρασε τετράδια και άρχισε κιόλας το μάθημα. «Λοιπόν αγαπήτά μου παιδιά, πρώτη μέρα σήμερα, θα μάθουμε τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου» τους είπε με μια φωνή γλυκιά. Έκανε δύο γραμμές στον πίνακα και άρχισε να κάνει το «α». «Αυτό είναι το άλφα το μικρούλι» είπε και άρχισε να πηγαίνει στο κάθε παιδάκι για να το βοηθήσει να κάνει το πρώτο του γράμμα.
Ώρα έντεκα και μισή. Το τελευταίο κουδούνι ήχησε και τα παιδιά χαρούμενα βγήκαν από την τάξη. Η μαμά του Κωστή περίμενε στην αυλή για να τον πάρει σπίτι. «Μαμά, μαμά, η κυρία Μαρία μας έμαθε το αλφάβητο» φώναξε γεμάτος χαρά μόλις την αντίκρυσε. «Μπράβο Κωστή μου» αποκρίθηκε γεμάτη περηφάνια. Ακολούθως αποχαιρέτησε ο Κωστής το νέο του φίλο και τη δασκάλα του και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. «Μαμά, γιατί η μαμά του Δημήτρη δεν του έφτιαξε φαγητό;» ρωτάει απορημένα τη μαμά του. «Ίσως ξεχάστηκε καλέ μου» του λέει. «Γίνεται να ξεχνάει η μαμά;» ρωτάει και πάλι ο Κωστής. «Γίνεται αγάπη μου, άνθρωπος είναι» απαντάει και πάλι η μαμά. Βυθισμένος στις σκέψεις ο Κωστής μένει αμίλητος για το υπόλοιπο της διαδρομής.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

Ξημέρωμα Δευτέρας 7 Σεπτεμβρίου. Μια σκέψη γρατσούνισε το μυαλουδάκι του μικρού Κωστή: «Ποιός στ' αλήθεια δε θέλει να κάνει πράξη τους στόχους που έθεσε για τη νέα εβδομάδα που κλείνει γλυκά το μάτι»; Ώσπου ξάφνου μετά από κλάσματα δευτερολέπτου νιώθει το γνώριμο και παλιό συναίσθημα: «Το ‘χω ξαναπεί αυτό... αλλά δεν έχω κρατήσει την υπόσχεσή μου». «Αυτή την εβδομάδα όμως θα προσπαθήσω πιο πολύ...» μουρμούρισε για λίγο μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Ώρα έξι και μισή το πρωί. «Κωστή μου ξύπνα, είναι ώρα για το σχολείο σου», φωνάζει η μαμά. Ο Κωστής σηκώνεται χαρούμενος, πως αυτή την εβδομάδα θα πετύχει τους στόχους του. Προχωράει προς το μπάνιο και μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο, κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη. «Το ξέρω ότι μπορώ!» μουρμουρίζει με σιγουριά και πλένει το πρόσωπό του. Επιστρέφει γρήγορα στο δωμάτιό του, στρώνει σιγά σιγά το κρεββατάκι του όπως του έχει μάθει η μαμά, ντύνεται και ακολούθως κατευθύνεται προς την κουζίνα. Τρώει το πρόγευμά του και πίνει το γάλα του που με αγάπη του ετοίμασε ο γλυκός του πατέρας.
Ώρα εφτά και δέκα. Όλη ο πατέρας, η μαμά και ο μικρός Κωστής επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητό τους με πρώτο προορισμό το σχολείο του Κωστή. Φέτος μεγάλωσε και θα πάει δημοτικό. Πρώτη μέρα σήμερα και φορώντας το πλατύ του χαμόγελο, είναι έτοιμος ν’ ανακαλύψει τον καινούργιο του κόσμο. Στη διαδρομή κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. «Μαμά, γιατί υπάρχει τόση κίνηση στο δρόμο», ρωτάει μ’ ένα βλέμμα απορημένο. «Όλοι πάνε στις δουλειές τους αγάπη μου, όπως ο πατέρας σου κι εγώ» απαντάει αμέσως η μαμά. «Εμένα η δουλειά μου είναι το σχολείο;» ξαναρωτάει ο Κωστής. «Ναι αγάπη μου, πρέπει να πας σχολείο, να διαβάζεις για να αποκτήσεις γνώσεις και να γίνεις ένας καλός άνθρωπος» απαντάει και πάλι η μαμά. «Εντάξει» απάντησε ο Κωστής, που αισθάνθηκε για λίγο μεγάλος, αφού πλέον θα πηγαίνει κι αυτός στη δική του «δουλειά».

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Ένα κόκκινο μπαλόνι


Ένα μικρό κόκκινο μπαλόνι ξεκινά το ταξίδι του.

Χαράζει το δικό του δρόμο στη ζωή αναζητώντας τη «μικρή πατούσα».

Σύντομα κοντά σας...