Ο Κωστής με έκδηλη την περιέργεια στο πρόσωπό του, αναρωτιέται σιωπηλά τι είναι αυτό που οι μεγάλοι λένε σχολείο. Η δασκάλα, βλέποντάς τον και θέλοντας να τον κάνει να αισθανθεί άνετα, τον βάζει να συστηθεί στους συμμαθητές του. «Είμαι ο Κωστής Λεοντίου και είμαι 6 χρονών» απαντάει γεμάτος αμηχανία. Στην συνέχεια ένα-ένα τα παιδάκια συστήνονται.
Πέρασαν κιόλας σαράντα ολόκληρα λεπτά. Το κουδούνι για διάλειμμα χτυπάει και τα παιδιά κατευθύνονται προς την αυλή. Ο Κωστής βγαίνει έξω, κρατώντας στο χέρι ένα σάντουιτς που το είχε ετοιμάσει η μαμά και ένα χυμό. Το βλέμμα του καρφώνεται αμέσως στα μάτια του Δημήτρη. «Εσένα που είναι το φαγητό σου» τον ρωτάει; «Δεν έχω φέρει μαζί μου φαγητό» απαντάει. Τότε ο Κωστής άρχισε να σκέφτεται και φέρνει στο νου του τον αγαπημένο του παππού, τον παπα-Κωνσταντίνο. «Να ευχαριστείς το Θεό για ό,τι έχεις και αν δεις πως ο διπλανός σου έχει ανάγκη κάτι που έχεις εσύ, τότε με χαρά να το μοιραστείς μαζί του» του έλεγε από μωρό ο παππούς του. Χωρίς δεύτερη σκέψη τότε ο Κωστής ξετυλίγει το σάντουιτς και το κόβει στα δύο. «Δημήτρη πάρε το μισό, δεν πεινάω πολύ. Θες και το χυμό μου;» ρωτάει τον Δημήτρη. «Ευχαριστώ πολύ Κωστή. Όχι δεν θέλω το χυμό» απαντάει ο Δημήτρης. Τότε, αισθάνθηκε μέσα του μια ευχαρίστηση.
Το διάλειμμα τέλειωσε και τα παιδιά επέστρεψαν πίσω στην τάξη τους. Η κυρία Μαρία τους μοίρασε τετράδια και άρχισε κιόλας το μάθημα. «Λοιπόν αγαπήτά μου παιδιά, πρώτη μέρα σήμερα, θα μάθουμε τα πρώτα γράμματα του αλφαβήτου» τους είπε με μια φωνή γλυκιά. Έκανε δύο γραμμές στον πίνακα και άρχισε να κάνει το «α». «Αυτό είναι το άλφα το μικρούλι» είπε και άρχισε να πηγαίνει στο κάθε παιδάκι για να το βοηθήσει να κάνει το πρώτο του γράμμα.
Ώρα έντεκα και μισή. Το τελευταίο κουδούνι ήχησε και τα παιδιά χαρούμενα βγήκαν από την τάξη. Η μαμά του Κωστή περίμενε στην αυλή για να τον πάρει σπίτι. «Μαμά, μαμά, η κυρία Μαρία μας έμαθε το αλφάβητο» φώναξε γεμάτος χαρά μόλις την αντίκρυσε. «Μπράβο Κωστή μου» αποκρίθηκε γεμάτη περηφάνια. Ακολούθως αποχαιρέτησε ο Κωστής το νέο του φίλο και τη δασκάλα του και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο με προορισμό το σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. «Μαμά, γιατί η μαμά του Δημήτρη δεν του έφτιαξε φαγητό;» ρωτάει απορημένα τη μαμά του. «Ίσως ξεχάστηκε καλέ μου» του λέει. «Γίνεται να ξεχνάει η μαμά;» ρωτάει και πάλι ο Κωστής. «Γίνεται αγάπη μου, άνθρωπος είναι» απαντάει και πάλι η μαμά. Βυθισμένος στις σκέψεις ο Κωστής μένει αμίλητος για το υπόλοιπο της διαδρομής.
This is so beautiful! I am brought to tears. You must have a deep beautiful soul to be able to write such thoughts. I hope there is more of the farytale. you are a very talented writer. I'm very impressed. My birthday happens to be Sptember 7th.
ΑπάντησηΔιαγραφή